Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ναεύω
Ναζαρέθ
ναηλεῖς
Νάθας
ναί
Ναϊακός
Ναΐαρχος
Ναϊάς
ναιδαμῶς
ναΐδιον
ναιετάω
ναικισήρης
ναικισσορεύω
ναϊκός
Ναΐν
νάϊος
νάϊος2
ναΐσκιον
ναΐσκος
ναίχι
ναίω
View word page
ναιετάω
to dwell

ShortDef

to dwell

Debugging

Headword:
ναιετάω
Headword (normalized):
ναιετάω
Headword (normalized/stripped):
ναιεταω
IDX:
58626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58627
Key:

Data

{'content': 'to dwell'}