Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
Νάβαλος
νάβλα
ναβλιστής
ναβοῦς
Ναβουχοδονόσορος
ναγεύς
νάγμα
ναέτης
ναεύω
Ναζαρέθ
ναηλεῖς
Νάθας
ναί
Ναϊακός
Ναΐαρχος
Ναϊάς
ναιδαμῶς
ναΐδιον
View word page
ναέτης
an inhabitant

ShortDef

an inhabitant

Debugging

Headword:
ναέτης
Headword (normalized):
ναέτης
Headword (normalized/stripped):
ναετης
IDX:
58615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58616
Key:

Data

{'content': 'an inhabitant'}