Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
Νάβαλος
νάβλα
ναβλιστής
ναβοῦς
Ναβουχοδονόσορος
ναγεύς
νάγμα
ναέτης
ναεύω
Ναζαρέθ
ναηλεῖς
Νάθας
ναί
Ναϊακός
Ναΐαρχος
Ναϊάς
ναιδαμῶς
View word page
νάγμα
anything piled up

ShortDef

anything piled up

Debugging

Headword:
νάγμα
Headword (normalized):
νάγμα
Headword (normalized/stripped):
ναγμα
IDX:
58614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58615
Key:

Data

{'content': 'anything piled up'}