Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
ἀνακολπάζω
ἀνακολπόω
ἀνακολυμβάω
View word page
ἀνακοιρανέω
to rule
ShortDef
to rule
Debugging
Headword:
ἀνακοιρανέω
Headword (normalized):
ἀνακοιρανέω
Headword (normalized/stripped):
ανακοιρανεω
IDX:
5860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5861
Key:
Data
{'content': 'to rule'}