Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
Νάβαλος
νάβλα
ναβλιστής
ναβοῦς
Ναβουχοδονόσορος
View word page
μωρόφρων
dull-witted

ShortDef

dull-witted

Debugging

Headword:
μωρόφρων
Headword (normalized):
μωρόφρων
Headword (normalized/stripped):
μωροφρων
IDX:
58602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58603
Key:

Data

{'content': 'dull-witted'}