Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
Νάβαλος
νάβλα
ναβλιστής
ναβοῦς
View word page
μωρόσοφος
foolishly wise, a sapient fool

ShortDef

foolishly wise, a sapient fool

Debugging

Headword:
μωρόσοφος
Headword (normalized):
μωρόσοφος
Headword (normalized/stripped):
μωροσοφος
IDX:
58601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58602
Key:

Data

{'content': 'foolishly wise, a sapient fool'}