Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
Νάβαλος
νάβλα
View word page
μωροπόνηρος
stupidly wicked

ShortDef

stupidly wicked

Debugging

Headword:
μωροπόνηρος
Headword (normalized):
μωροπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
μωροπονηρος
IDX:
58599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58600
Key:

Data

{'content': 'stupidly wicked'}