Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
Νάβαλος
View word page
μωροποιός
dealing foolishly

ShortDef

dealing foolishly

Debugging

Headword:
μωροποιός
Headword (normalized):
μωροποιός
Headword (normalized/stripped):
μωροποιος
IDX:
58598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58599
Key:

Data

{'content': 'dealing foolishly'}