Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
Ναάμις
View word page
μωροποιέω
deal foolishly
ShortDef
deal foolishly
Debugging
Headword:
μωροποιέω
Headword (normalized):
μωροποιέω
Headword (normalized/stripped):
μωροποιεω
IDX:
58597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58598
Key:
Data
{'content': 'deal foolishly'}