Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
νʹ
View word page
μωρόομαι
become dull
ShortDef
become dull
Debugging
Headword:
μωρόομαι
Headword (normalized):
μωρόομαι
Headword (normalized/stripped):
μωροομαι
IDX:
58596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58597
Key:
Data
{'content': 'become dull'}