Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
Μωυσῆς
View word page
μωρονοέω
think foolishly
ShortDef
think foolishly
Debugging
Headword:
μωρονοέω
Headword (normalized):
μωρονοέω
Headword (normalized/stripped):
μωρονοεω
IDX:
58595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58596
Key:
Data
{'content': 'think foolishly'}