Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
μῶσις
View word page
μωρολόγος
speaking foolishly

ShortDef

speaking foolishly

Debugging

Headword:
μωρολόγος
Headword (normalized):
μωρολόγος
Headword (normalized/stripped):
μωρολογος
IDX:
58594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58595
Key:

Data

{'content': 'speaking foolishly'}