Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόφρων
μώρωσις
View word page
μωρολογία
silly talking
ShortDef
silly talking
Debugging
Headword:
μωρολογία
Headword (normalized):
μωρολογία
Headword (normalized/stripped):
μωρολογια
IDX:
58593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58594
Key:
Data
{'content': 'silly talking'}