Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
View word page
μωρολογέω
talkin a silly way

ShortDef

talkin a silly way

Debugging

Headword:
μωρολογέω
Headword (normalized):
μωρολογέω
Headword (normalized/stripped):
μωρολογεω
IDX:
58591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58592
Key:

Data

{'content': 'talkin a silly way'}