Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
View word page
μωροβλάπτης
pestilent fool
ShortDef
pestilent fool
Debugging
Headword:
μωροβλάπτης
Headword (normalized):
μωροβλάπτης
Headword (normalized/stripped):
μωροβλαπτης
IDX:
58589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58590
Key:
Data
{'content': 'pestilent fool'}