Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
View word page
μωρίζω
to be foolish
ShortDef
to be foolish
Debugging
Headword:
μωρίζω
Headword (normalized):
μωρίζω
Headword (normalized/stripped):
μωριζω
IDX:
58587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58588
Key:
Data
{'content': 'to be foolish'}