Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
μωρόομαι
View word page
μωρία
silliness, folly

ShortDef

silliness, folly

Debugging

Headword:
μωρία
Headword (normalized):
μωρία
Headword (normalized/stripped):
μωρια
IDX:
58586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58587
Key:

Data

{'content': 'silliness, folly'}