Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μώμησις
μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
μωρονοέω
View word page
μωραίνω
to be silly, foolish

ShortDef

to be silly, foolish

Debugging

Headword:
μωραίνω
Headword (normalized):
μωραίνω
Headword (normalized/stripped):
μωραινω
IDX:
58585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58586
Key:

Data

{'content': 'to be silly, foolish'}