Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μώμημα
μώμησις
μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρολόγος
View word page
μῶνυξ
with a single, i.e. uncloven, hoof
ShortDef
with a single, i.e. uncloven, hoof
Debugging
Headword:
μῶνυξ
Headword (normalized):
μῶνυξ
Headword (normalized/stripped):
μωνυξ
IDX:
58584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58585
Key:
Data
{'content': 'with a single, i.e. uncloven, hoof'}