Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωλωπικός
μώλωψ
μῶμαι
μωμάομαι
μωμηλός
μώμημα
μώμησις
μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
μωρίων
μωροβλάπτης
View word page
μωμητός
to be blamed

ShortDef

to be blamed

Debugging

Headword:
μωμητός
Headword (normalized):
μωμητός
Headword (normalized/stripped):
μωμητος
IDX:
58579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58580
Key:

Data

{'content': 'to be blamed'}