Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολουθία
ἀνακόλουθος
View word page
ἀνακοιλιασμός
purgative
ShortDef
purgative
Debugging
Headword:
ἀνακοιλιασμός
Headword (normalized):
ἀνακοιλιασμός
Headword (normalized/stripped):
ανακοιλιασμος
IDX:
5857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5858
Key:
Data
{'content': 'purgative'}