Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωλύω
μωλωπίζω
μωλωπικός
μώλωψ
μῶμαι
μωμάομαι
μωμηλός
μώμημα
μώμησις
μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρίζω
View word page
μωμητής
censurer

ShortDef

censurer

Debugging

Headword:
μωμητής
Headword (normalized):
μωμητής
Headword (normalized/stripped):
μωμητης
IDX:
58577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58578
Key:

Data

{'content': 'censurer'}