Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωλυτός
μωλύω
μωλωπίζω
μωλωπικός
μώλωψ
μῶμαι
μωμάομαι
μωμηλός
μώμημα
μώμησις
μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
View word page
μωμητέον
one must censure

ShortDef

one must censure

Debugging

Headword:
μωμητέον
Headword (normalized):
μωμητέον
Headword (normalized/stripped):
μωμητεον
IDX:
58576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58577
Key:

Data

{'content': 'one must censure'}