Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωλυτής
μωλυτός
μωλύω
μωλωπίζω
μωλωπικός
μώλωψ
μῶμαι
μωμάομαι
μωμηλός
μώμημα
μώμησις
μωμητέον
μωμητής
μωμητικός
μωμητός
μώμιμος
μῶμος
μωμοσκόπος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
View word page
μώμησις
blame, censure

ShortDef

blame, censure

Debugging

Headword:
μώμησις
Headword (normalized):
μώμησις
Headword (normalized/stripped):
μωμησις
IDX:
58575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58576
Key:

Data

{'content': 'blame, censure'}