Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μωκός
μῶκος
μῶλαξ
μωλέω
μῶλος
μῶλυ
μώλυζα
μῶλυς
μώλυσις
μωλυτής
μωλυτός
μωλύω
μωλωπίζω
μωλωπικός
μώλωψ
μῶμαι
μωμάομαι
μωμηλός
μώμημα
μώμησις
μωμητέον
View word page
μωλυτός
putrefied

ShortDef

putrefied

Debugging

Headword:
μωλυτός
Headword (normalized):
μωλυτός
Headword (normalized/stripped):
μωλυτος
IDX:
58566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58567
Key:

Data

{'content': 'putrefied'}