Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
View word page
ἀνακογχυλιάζω
to open and counterfeit a seal; to gargle
ShortDef
to open and counterfeit a seal; to gargle
Debugging
Headword:
ἀνακογχυλιάζω
Headword (normalized):
ἀνακογχυλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακογχυλιαζω
IDX:
5854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5855
Key:
Data
{'content': 'to open and counterfeit a seal; to gargle'}