Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μύω
μυώδης
μυών
μυωνιά
μυωξία
μυωξός
μυωπάζω
μυωπίας
μυωπίασις
μυωπίζω
μυωπός
μυωτόν
μυωτός
μυωτός2
μύωψ
Μῶἁ
Μωάβ
μώδα
μώϊον
μωκάομαι
μώκημα
View word page
μυωπός
shortsighted
ShortDef
shortsighted
Debugging
Headword:
μυωπός
Headword (normalized):
μυωπός
Headword (normalized/stripped):
μυωπος
IDX:
58544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58545
Key:
Data
{'content': 'shortsighted'}