Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυχός
μύχουρος
μυχώδης
μύω
μυώδης
μυών
μυωνιά
μυωξία
μυωξός
μυωπάζω
μυωπίας
μυωπίασις
μυωπίζω
μυωπός
μυωτόν
μυωτός
μυωτός2
μύωψ
Μῶἁ
Μωάβ
μώδα
View word page
μυωπίας
shortsighted person

ShortDef

shortsighted person

Debugging

Headword:
μυωπίας
Headword (normalized):
μυωπίας
Headword (normalized/stripped):
μυωπιας
IDX:
58541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58542
Key:

Data

{'content': 'shortsighted person'}