Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
View word page
ἀνακνισόω
perfume thoroughly, fill with vapour

ShortDef

perfume thoroughly, fill with vapour

Debugging

Headword:
ἀνακνισόω
Headword (normalized):
ἀνακνισόω
Headword (normalized/stripped):
ανακνισοω
IDX:
5853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5854
Key:

Data

{'content': 'perfume thoroughly, fill with vapour'}