Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακλιντήριον
ἀνακλίνω
ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
View word page
ἀνακνάπτω
make

ShortDef

make

Debugging

Headword:
ἀνακνάπτω
Headword (normalized):
ἀνακνάπτω
Headword (normalized/stripped):
ανακναπτω
IDX:
5851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5852
Key:

Data

{'content': 'make'}