Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάκλιμα
ἀνακλιντήρ
ἀνακλιντήριον
ἀνακλίνω
ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
View word page
ἀνακμάζω
break out afresh with renewed vigour
ShortDef
break out afresh with renewed vigour
Debugging
Headword:
ἀνακμάζω
Headword (normalized):
ἀνακμάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακμαζω
IDX:
5849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5850
Key:
Data
{'content': 'break out afresh with renewed vigour'}