Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγλαόφωνος
ἀγλαοφῶτις
ἀγλαοχαίτας
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἄγλυ
ἄγλυφος
ἀγλωσσία
ἄγλωσσος
ἄγμα
ἀγμός
ἀγναῖος
ἄγναμπτος
ἄγναπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
View word page
ἄγλυφος
unhewn

ShortDef

unhewn

Debugging

Headword:
ἄγλυφος
Headword (normalized):
ἄγλυφος
Headword (normalized/stripped):
αγλυφος
IDX:
584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-585
Key:

Data

{'content': 'unhewn'}