Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μυσοί
Μυσός
μυσός
μύσος
μυσόω
μύσπαλα
μυσπολέω
μύσσομαι
μυσταγωγέω
μυσταγωγία
μυσταγωγός
μύσταξ
μυσταπάγη
μυστάρχης
μυστηλασία
μυστηριάζω
μυστηριασμός
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηριώδης
μυστηριωδία
View word page
μυσταγωγός
one who initiates into mysteries, a mystagogue

ShortDef

one who initiates into mysteries, a mystagogue

Debugging

Headword:
μυσταγωγός
Headword (normalized):
μυσταγωγός
Headword (normalized/stripped):
μυσταγωγος
IDX:
58480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58481
Key:

Data

{'content': 'one who initiates into mysteries, a mystagogue'}