Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκλητος
ἀνάκλιθρον
ἀνάκλιμα
ἀνακλιντήρ
ἀνακλιντήριον
ἀνακλίνω
ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνισόω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχύλισμα
ἀνακοιλιασμός
View word page
ἀνακλύζω
wash up against

ShortDef

wash up against

Debugging

Headword:
ἀνακλύζω
Headword (normalized):
ἀνακλύζω
Headword (normalized/stripped):
ανακλυζω
IDX:
5847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5848
Key:

Data

{'content': 'wash up against'}