Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μυρωνίδης
μῦς
μυσακτέον
μυσαρία
μυσαρός
μυσάρχης
μυσαρωπός
μυσάττομαι
μυσαχνός
μυσημίεκτον
μυσιάω
Μύσιος
μύσις
μυσκέλενδρα
Μύσκων
Μυσοί
Μυσός
μυσός
μύσος
μυσόω
μύσπαλα
View word page
μυσιάω
breathe hard

ShortDef

breathe hard

Debugging

Headword:
μυσιάω
Headword (normalized):
μυσιάω
Headword (normalized/stripped):
μυσιαω
IDX:
58465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58466
Key:

Data

{'content': 'breathe hard'}