Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύρτων
μυρτωτή
μύρω
μυρώδης
μύρωμα
Μύρων
Μυρωνίδης
μῦς
μυσακτέον
μυσαρία
μυσαρός
μυσάρχης
μυσαρωπός
μυσάττομαι
μυσαχνός
μυσημίεκτον
μυσιάω
Μύσιος
μύσις
μυσκέλενδρα
Μύσκων
View word page
μυσαρός
foul, dirty

ShortDef

foul, dirty

Debugging

Headword:
μυσαρός
Headword (normalized):
μυσαρός
Headword (normalized/stripped):
μυσαρος
IDX:
58459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58460
Key:

Data

{'content': 'foul, dirty'}