Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρτόσπληνον
μύρτων
μυρτωτή
μύρω
μυρώδης
μύρωμα
Μύρων
Μυρωνίδης
μῦς
μυσακτέον
μυσαρία
μυσαρός
μυσάρχης
μυσαρωπός
μυσάττομαι
μυσαχνός
μυσημίεκτον
μυσιάω
Μύσιος
μύσις
μυσκέλενδρα
View word page
μυσαρία
loathsomeness

ShortDef

loathsomeness

Debugging

Headword:
μυσαρία
Headword (normalized):
μυσαρία
Headword (normalized/stripped):
μυσαρια
IDX:
58458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58459
Key:

Data

{'content': 'loathsomeness'}