Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρτοπώλης
μύρτος
μυρτόσπληνον
μύρτων
μυρτωτή
μύρω
μυρώδης
μύρωμα
Μύρων
Μυρωνίδης
μῦς
μυσακτέον
μυσαρία
μυσαρός
μυσάρχης
μυσαρωπός
μυσάττομαι
μυσαχνός
μυσημίεκτον
μυσιάω
Μύσιος
View word page
μῦς
the field-mouse, muscle, mussel

ShortDef

the field-mouse, muscle, mussel

Debugging

Headword:
μῦς
Headword (normalized):
μῦς
Headword (normalized/stripped):
μυς
IDX:
58456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58457
Key:

Data

{'content': 'the field-mouse, muscle, mussel'}