Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρτάς
μυρτεών
μύρτη
μυρτίδανον
Μυρτίλος
μυρτίνη
μύρτινος
μυρτομιγής
μύρτον
μυρτοπώλης
μύρτος
μυρτόσπληνον
μύρτων
μυρτωτή
μύρω
μυρώδης
μύρωμα
Μύρων
Μυρωνίδης
μῦς
μυσακτέον
View word page
μύρτος
the myrtle

ShortDef

the myrtle

Debugging

Headword:
μύρτος
Headword (normalized):
μύρτος
Headword (normalized/stripped):
μυρτος
IDX:
58447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58448
Key:

Data

{'content': 'the myrtle'}