Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύρσινος
μυρσινών
μύρσος
Μύρσος
μυρτάς
μυρτεών
μύρτη
μυρτίδανον
Μυρτίλος
μυρτίνη
μύρτινος
μυρτομιγής
μύρτον
μυρτοπώλης
μύρτος
μυρτόσπληνον
μύρτων
μυρτωτή
μύρω
μυρώδης
μύρωμα
View word page
μύρτινος
of myrtle

ShortDef

of myrtle

Debugging

Headword:
μύρτινος
Headword (normalized):
μύρτινος
Headword (normalized/stripped):
μυρτινος
IDX:
58443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58444
Key:

Data

{'content': 'of myrtle'}