Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακλήρωσις
ἀνάκλησις
ἀνακλητέον
ἀνακλητήρια
ἀνακλητικός
ἀνάκλητος
ἀνάκλιθρον
ἀνάκλιμα
ἀνακλιντήρ
ἀνακλιντήριον
ἀνακλίνω
ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
View word page
ἀνακλίνω
to lean

ShortDef

to lean

Debugging

Headword:
ἀνακλίνω
Headword (normalized):
ἀνακλίνω
Headword (normalized/stripped):
ανακλινω
IDX:
5842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5843
Key:

Data

{'content': 'to lean'}