Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυροφόρος
μυρόχριστος
μυρόχροος
μυρρινάω
Μυρρινοῦς
Μυρρινούσιος
μυρρίς
μυρρίτης
μυρσεών
Μυρσίλος
μυρσίνα
μυρσινᾶτον
μυρσινέλαιον
μυρσίνη
μυρσίνινος
μυρσινίτης
μυρσινοειδής
Μύρσινος
μύρσινος
μυρσινών
μύρσος
View word page
μυρσίνα
myrtle
ShortDef
myrtle
Debugging
Headword:
μυρσίνα
Headword (normalized):
μυρσίνα
Headword (normalized/stripped):
μυρσινα
IDX:
58425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58426
Key:
Data
{'content': 'myrtle'}