Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
μυρόχριστος
μυρόχροος
μυρρινάω
Μυρρινοῦς
Μυρρινούσιος
μυρρίς
μυρρίτης
μυρσεών
Μυρσίλος
μυρσίνα
μυρσινᾶτον
μυρσινέλαιον
μυρσίνη
μυρσίνινος
μυρσινίτης
View word page
Μυρρινούσιος
an inhabitant of Myrrhinous (Μυρρινοῦς, Attic deme)

ShortDef

an inhabitant of Myrrhinous (Μυρρινοῦς, Attic deme)

Debugging

Headword:
Μυρρινούσιος
Headword (normalized):
μυρρινούσιος
Headword (normalized/stripped):
μυρρινουσιος
IDX:
58420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58421
Key:

Data

{'content': 'an inhabitant of Myrrhinous (Μυρρινοῦς, Attic deme)'}