Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
μυρόχριστος
μυρόχροος
μυρρινάω
Μυρρινοῦς
Μυρρινούσιος
μυρρίς
μυρρίτης
μυρσεών
Μυρσίλος
μυρσίνα
μυρσινᾶτον
μυρσινέλαιον
View word page
μυρόχροος
with anointed skin

ShortDef

with anointed skin

Debugging

Headword:
μυρόχροος
Headword (normalized):
μυρόχροος
Headword (normalized/stripped):
μυροχροος
IDX:
58417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58418
Key:

Data

{'content': 'with anointed skin'}