Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
μυρόχριστος
μυρόχροος
μυρρινάω
Μυρρινοῦς
Μυρρινούσιος
View word page
μυρόρραντος
wet with unguent

ShortDef

wet with unguent

Debugging

Headword:
μυρόρραντος
Headword (normalized):
μυρόρραντος
Headword (normalized/stripped):
μυρορραντος
IDX:
58410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58411
Key:

Data

{'content': 'wet with unguent'}