Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
μυρόχριστος
μυρόχροος
μυρρινάω
View word page
μυροπώλιον
a perfumer's shop

ShortDef

a perfumer's shop

Debugging

Headword:
μυροπώλιον
Headword (normalized):
μυροπώλιον
Headword (normalized/stripped):
μυροπωλιον
IDX:
58408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58409
Key:

Data

{'content': "a perfumer's shop"}