Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
μυρόχριστος
View word page
μυροπώλης
a dealer in unguents

ShortDef

a dealer in unguents

Debugging

Headword:
μυροπώλης
Headword (normalized):
μυροπώλης
Headword (normalized/stripped):
μυροπωλης
IDX:
58406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58407
Key:

Data

{'content': 'a dealer in unguents'}