Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
View word page
μυροπόλος
busy about scented oils

ShortDef

busy about scented oils

Debugging

Headword:
μυροπόλος
Headword (normalized):
μυροπόλος
Headword (normalized/stripped):
μυροπολος
IDX:
58404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58405
Key:

Data

{'content': 'busy about scented oils'}