Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
View word page
μυροποιητής
perfumer
ShortDef
perfumer
Debugging
Headword:
μυροποιητής
Headword (normalized):
μυροποιητής
Headword (normalized/stripped):
μυροποιητης
IDX:
58403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58404
Key:
Data
{'content': 'perfumer'}