Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυρόπωλις
View word page
μυρομήλινον
quince-oil
ShortDef
quince-oil
Debugging
Headword:
μυρομήλινον
Headword (normalized):
μυρομήλινον
Headword (normalized/stripped):
μυρομηλινον
IDX:
58399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58400
Key:
Data
{'content': 'quince-oil'}